Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ

Η συζήτηση είναι παλιά. Κατά κάποιον τρόπο ξεκινά από τις πρώτες μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που δεν θεωρεί μια από τις σημαντικότερες εφευρέσεις την τηλεόραση, και αργότερα την ενσωμάτωση του ήχου στην εικόνα. Ο αντίλογος αφορά μόνο τους νοσταλγούς του Buster Keaton, τα πλακάτ με τους διαλόγους, και αυτούς του βωβού κινηματογράφου. Αργότερα έγιναν οι ταινίες του Jacques Tatti. Πολλοί θεωρούν τις ταινίες του ότι αποτελούν ένα συνδυασμό του κινηματογράφου του Buster Keaton και του πρωτοεμφανιζόμενου ομιλημένου κινηματογράφου. Όμως ο σκοπός του Τατί δεν ήταν πάντα αυτός. Σε πολλά κείμενα σχετικά με την ταινία του “Ο Θείος Μου”, αναφέρεται και ο όρος “ηλεκτροακουστικός κινηματογράφος”, επηρεασμένος από το concrete musique και τους ήχους που αναπαράγονται από τα διάφορα αντικείμενα κατά τη διάρκεια της ταινίας. Έτσι, ο Τατί, εκτός από το να σχολιάζει την τότε γαλλική κοινωνία, μοιάζει σαν να κραυγάζει, και να καλεί τους θεατές να προσέξουν τους ήχους της καθημερινότητας, και ότι η εικόνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει τι ήχοι αναπαράγονται από αντικείμενα που χρησιμοποιούμε στη καθημερινότητα μας.

Ο Τατί αποτελεί ένα παράδειγμα για την σπουδαιότητα του ήχου, αλλά και για τη σχέση και αντίφαση μεταξύ εικόνας και ήχου. Όμως η εικόνα πήγε πολύ πιο μακριά, με το επίπεδο της τηλεόρασης που βιώνουμε σήμερα. Στην εμφάνιση της τηλεόρασης μεγάλος χαμένος σίγουρα αποτελεί το ραδιόφωνο, ενώ το φαντασιακό που δημιουργούσε ο ήχος στον ακροατή περιορίστηκε από την επιφάνεια της εικόνας. Η συμβίωση ραδιοφώνου και τηλεόρασης είχε κυρίαρχο την τηλεόραση, και την διευκόλυνση που παρέχει ο συνδυασμός ήχου και εικόνας. Το ραδιόφωνο αποκτά ρόλο κομπάρσου στα μέσα, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται και η ποιότητα του. Ανάμεσα σε αυτά και τα όρια που εκτείνεται η φαντασία των ανθρώπων. Μετέπειτα και η ίδια η ζωή. Η πληροφορία σταμάτησε να επεξεργάζεται, και η εικόνα είναι η πραγματικότητα; αυτό που προσδιορίζει τα πάντα. Oι περισσότεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί μας συντροφεύουν στα ψώνια, στο καφέ, και στη προετοιμασία του μουσακά. Δεν δίνουμε σημασία σε αυτά που λέγονται στο ραδιόφωνο, αλλά απλά χτυπάμε το πόδι μας στο ρυθμό που ακούμε κάνοντας κάτι άλλο την ίδια στιγμή.

Φυσικά το ραδιόφωνο δεν ήταν έτσι στα καλά του χρόνια. Δεν υπήρχαν τηλεοπτικά σήριαλ, γραμμένα στο πόδι, όπως σήμερα. Αντίθετα υπήρχαν ραδιοφωνικές διηγήσεις, διάλογοι κειμένων, και εκπομπές με συγκεκριμένο περιεχόμενο, χωρίς αόριστες φλυαρίες, σε σύγκριση με το σήμερα όπου οι μουσικοί παραγωγοί σχολιάζουν το παραμικρό που παρατηρούν. Όμως αυτό που παρατηρούν δεν είναι αυτό που όντως συναντάται στην πραγματικότητα. Το καθημερινό, ο δημόσιος χώρος, το πραγματικό είναι πλέον το διαφορετικό, το άγνωστο. Και οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί δεν το περιγράφουν, αλλά το αγνοούν. Και για να το βρει κάποιος πρέπει να τα αναζητήσει πολύ περισσότερο και βαθύτερα από τα ερείσματα που του παρέχουν τα δημοφιλή μέσα.

Ο Resonance Fm είναι ένας ραδιοφωνικός σταθμός που μπορεί να περηφανεύεται ότι όντως παρουσιάζει κάτι διαφορετικό, συγκριτικά με τους άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αυτό φάνηκε από τα πρώτα του βήματα, όταν ξεκίνησε σε ένα πολύ μικρό studio στο Λονδίνο, με ελάχιστα χρήματα. Μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να λειτουργήσει κυρίως με χρηματοδότησεις ακροατών και μη, ενώ έχει αυξήσει σημαντικά και την εμβέλεια του. Αλλά μήπως είναι ο πρώτος ή ο τελευταίος; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα πολλών νοσταλγών του πειρατικού ραδιοφωνικού, η απάντηση είναι ότι όχι, δεν είναι οι πρώτοι. Αλλά σίγουρα είναι από τους λίγους σταθμούς που ασχολούνται με τις μειονότητες οργανώνοντας και παρουσιάζοντας τα προβλήματα τους; με τον δημόσιο χώρο, αυτόν δηλαδή που καθημερινά κυκλοφορούμε; την σύγχρονη τέχνη, και τα every-day politics. Αρχικά σκόπευα να γράψω περισσότερα για τον Resonance, αλλά μετά από κάποιες ερωτήσεις που έκανα σε δυο άτομα άμεσα συνδεόμενα με τον σταθμό, θεώρησα ότι οι απαντήσεις που μου δόθηκαν είναι αρκετές για να καταδείξουν την φιλοσοφία του σταθμού.
Ο πρώτος που απάντησε στις ερωτήσεις μου είναι ο Ed Baxter, διευθυντής προγράμματος στον Resonance, και ο δεύτερος ο Miguel Santos παραγωγός και παρουσιαστής της εκπομπής «Atlantic Waves», που παρουσιάζει πειραματική μουσική από όλο τον κόσμο, και έχει και μια άλλη εκπομπή, το «Sleeping Dogs Lie», που ασχολείται περισσότερο με την ambient μουσική.

Κώστας Κοκκάς: Πρώτα από όλα, πρέπει να ομολογήσω ότι από το 2003 που άκουσα για πρώτη φορά Resonance ήμουν πάντα πολύ περίεργος να μάθω περισσότερα για αυτό το ραδιοφωνικό σταθμό. Καταρχήν, από όσο γνωρίζω σήμερα οι κύριοι φορείς χρηματοδότησης του σταθμού είναι οι ακροατές. Πως ξεκίνησε αυτός ο σταθμός; Θέλω να πω με τι οικονομικά μέσα, και οι ποιοι ήταν οι άνθρωποι που ήταν πίσω από την ιδέα αυτού του ραδιοφωνικού σταθμού;

Ed Baxter: Ξεκίνησε το 2002. Ο οργανισμός που κατέχει και την άδεια λειτουργίας του σταθμού είναι το London Musicians’ Collective (LMC), μια φιλανθρωπική οργάνωση που στηρίζει το έργο avant-garde μουσικών. Από τότε ο Resonance έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο σημείο που τώρα ουσιαστικά έχουν δαπανηθεί οι πόροι του LMC. Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας του σταθμού ήταν το 1998, όταν ο Phil England και εγώ αποκτήσαμε άδεια μετάδοσης και τότε για πρώτη φορά ο ραδιοφωνικός σταθμός ονομάστηκε Resonance FM, και μεταδόθηκε για ένα μήνα μόνο. Μετά από αυτό οι Mick Ritchie, Tom Wallace, Knut Aufermann and Sarah Washington δημιούργησαν πολλά podcasts στο LMC Sound, το στούντιο που διαχειριζόταν ο Mick στο LMC. Το 2002 η επανασύνδεση του σταθμού συγκέντρωσε όλα αυτά τα άτομα, μαζί με πολλούς άλλους συνεργάτες. Η ιδέα ήταν του Phil αρχικά, και στη συνέχεια αναπτύχθηκε από εμένα και πολλούς άλλους.


Κ.Κ. Πού στεγάζεται ο σταθμός; Έχετε πολυτελή στούντιο, και πόσο προηγμένη είναι η τεχνολογία που χρησιμοποιείτε;

Ε.Β. Όχι, είναι μικρό, πολύ μικρό. Σε ένα παλιό Βικτωριανό σπίτι, διώροφο, και η γραμμή του μετρό περνά κάτω από αυτό. Ξοδέψαμε όλα μας τα χρήματα για τον εξοπλισμό του σταθμού, ο οποίος είναι υψηλής ποιότητας, αλλά επιρρεπής στο να παρεκτρέπεται.


Κ.Κ. Σε αντίθεση με άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς που χρησιμοποιούν εθελοντές ως κομμάτι ενός συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης (πρακτική άσκηση κ.λπ.), ένα μεγάλο μέρος του προγράμματος και οργάνωσης του σταθμού βασίζεται σε εθελοντές. Είναι ένα είδος πολιτικής που ακολουθεί ο σταθμός, και η οποία βασίζεται στην εθελοντική συνεισφορά; Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για ένα ραδιοφωνικό σταθμό ή ένα είδος συλλογικότητας, ελεύθερο για τον καθένα που θέλει να ενταχθεί σε αυτό το σταθμό;

Ε.Β. Είναι αυτό που είναι. Αυτό είναι ένα αρκετά πολύπλοκο ζήτημα, αν υπονοείς ότι υπάρχει κάτι παράδοξο στο χώρο εργασίας. Είναι ένας σταθμός –κοινότητα. Βασίζεται σε εθελοντές (υπάρχουν μόνο τρία μέλη του προσωπικού) και τους ενθαρρύνουμε να λαμβάνουν αποφάσεις, να μάθουν πώς να είναι αυτόνομοι, να αναλάβουν τον έλεγχο των πραγμάτων όσο γίνεται κατά το δυνατόν - ή τουλάχιστον τα πράγματα που πραγματικά θέλουν να ελέγχουν. Βεβαίως, υπάρχει κάποιος συντακτικός έλεγχος και υπάρχουν κανόνες, έτσι δεν είναι ελεύθερο για όλους ακριβώς. Αλλά αυτό απαιτεί ανθρώπους να εμπλακούν και ο ρόλος του προσωπικού είναι να τους επιτρέψει να κάνουν ραδιόφωνο.


Κ.Κ. Sound art, ηχογραφήσεις πεδίου, Musique concrete, και άλλα είδη της τέχνης που είναι μακριά από αυτό που είναι ευρέως ονομάζεται "mainstream", οπότε δεν είναι και πολύ δημοφιλή. Είναι σημαντικότερο για τον Resonance να προωθεί το είδος της τέχνης που θεωρεί ως πιο σημαντικό ή πιο καλλιτεχνικό, είστε πιο εκλεκτικοί, ή απλώς θέλετε να προσελκύσετε συγκεκριμένο κοινό;

Ε.Β. Θέλουμε να προσελκύουμε πολλά διαφορετικά είδη ακροατηρίων και δεν μας πειράζει να μην μας ακούνε πολλά ακροατήρια επίσης. Αν αυτό είναι κάτι που θεωρούμε ενδιαφέρον ραδιόφωνο, τότε αυτή η εκπομπή κάνει. Το περισσότερο ραδιόφωνο είναι τόσο βαρετό που είναι αδύνατο για κάθε πρόσωπο του οποίου ο εγκέφαλος είναι ενεργός να το ακούσει. Ο Resonance υποθέτει ότι το κοινό του είναι πιο έξυπνο, ανοικτόμυαλο και διερευνητικό από τους ανθρώπους που το διαχειρίζονται. Έχουμε αρκετά τεκμηριωμένες θεωρητικές ιδέες για το τι είναι καλή και κακή τέχνη, το οποίο είναι υπερβολικά πολύπλοκο για να υπεισέλθω σε αυτό, αλλά αποδεικνύεται στην πράξη αυτό που κάνουμε.


Κ.Κ. Έχω παρατηρήσει ότι στο πρόγραμμα υπάρχουν πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές για διαφορετικούς πολιτισμούς, εθνότητες, χώρες κλπ. Έχει να κάνει με ένα είδος ιδεολογίας ή ιδεών που ακολουθείτε; Θα λέγατε ότι οι ιδέες σας σχετικά με αυτό το σταθμό είναι πιο ιδεολογικά συνδεδεμένες με αριστερές ή φιλελεύθερες αντιλήψεις;

Ε.Β Στην πραγματικότητα απλώς αντανακλούμε το γεγονός ότι το Λονδίνο είναι μια πόλη περίπου τριακοσίων διαφορετικών γλωσσών. Δεν έχουμε ένα σταθερό πρόγραμμα και προγραμματισμός γίνεται με έναν σχεδόν φαντασιακό τρόπο. Ναι, είναι σαφώς φιλελεύθερο, έτσι δεν είναι;


Κ.Κ. Ποια είναι η σχέση σας με την πολιτική; Υπάρχει μια δυνατή σχέση ή θα προτιμούσατε να λέτε ότι είστε πιο ευαίσθητοι σχετικά με κοινωνικά θέματα;

Ε.Β. Είμαστε ιδιαίτερα ανήσυχοι σχετικά με την πολιτική φύση των δραστηριοτήτων μας υπό την γενική έννοια του όρου. Είμαστε σε μεγάλο βαθμό απογοητευμένοι από τις κυβερνήσεις. Θέλουμε να ενθαρρύνουμε μια ευρεία ποικιλία απόψεων, να προωθήσουμε την ελευθερία του λόγου, και εξετάζουμε το πολιτικό περιεχόμενο αυτού που κάνουμε. Οι εκπομπές έχουν ένα κοινωνικό και πολιτικό νόημα, αλλά μάλλον σε χαμηλά επίπεδο, και δεν ασκούν επιρροή, αλλά πάντα ενθαρρύνοντας τους ανθρώπους να είναι αυτόνομοι, γενναιόδωροι και φιλόξενοι. Το potlach είναι το μοντέλο για το οποία θα αγωνιστούμε.


Κ.Κ. Σχετικά με την μεγάλη προβολή διαφόρων πολιτισμών και εθνικών ταυτοτήτων από τον σταθμό, θα έλεγες ότι ο Resonance είναι ένας παγκόσμιος ραδιοφωνικός σταθμός; Θα αποκαλέσετε τους εαυτούς σας ως πολίτες του κόσμου, Βρετανούς, Ευρωπαίους ή κάτι άλλο;

Ε.Β. Το όλο project ασχολείται με το Λονδίνο και παρουσιάζει ό, τι ο κριτικός Kodwo Eshun αποκαλεί «προκλητική διανοητική στενότητα". Όμως το Λονδίνο έχει μια τοπική, εθνική, διεθνή και παγκόσμια σημασία: είναι ένα είδος πρίσματος μέσω του οποίου τα πολλά πράγματα παρατηρούνται και φιλτράρονται. Ναι, είμαστε McLuhanites, χωρίς αμφιβολία.


Κ.Κ. Η πρώτη λέξη που έρχεται στο νου όταν σκέφτομαι Resonance είναι, η λέξη "διαφορετικό", σε σύγκριση πάντα με άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ποια είναι η ανταπόκριση των ακροατών σε αυτό το "διαφορετικό", και έχει απήχηση;

Ε.Β. Είναι αναγκαίο. Φαίνεται ανούσιο σε εμάς, να κάνουμε ότι κάνουν οι άλλοι ραδιοφωνικοί σταθμοί (που το κάνουν καλύτερα, σε κάθε περίπτωση), οπότε κάνουμε αυτό που θέλουμε. Είναι σκόπιμα διαφορετικό: απορρέει από την γενικότερη απογοήτευση και πλήξη.


Κ.Κ. Η Μεγάλη Βρετανία είναι μία από τις χώρες που υπέστησαν πολλές από τις συνέπειες της κρίσης. Έχετε παρατηρήσει κάποια αλλαγή στη στάση των Βρετανών και της κοινωνίας στο σύνολό της; Οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο συντηρητικοί, όπως το αποτέλεσμα των Ευρωπαϊκών εκλογών έδειξε; Μήπως αυτό έχει αρνητική επίπτωση στο Resonance και την προώθηση των τεχνών;

Ε.Β. Η χώρα κινείται προς τα δεξιά. Είναι ασαφές πώς αυτό θα επηρεάσει μας. Όλοι ζουν στο φόβο, ιδίως εκείνων που έζησαν την εποχή της Thatcher.


Κ.Κ. Με τι κριτήρια αποφασίζετε για το περιεχόμενο των εκπομπών του ραδιοφώνου, και το άτομο που θα την παρουσιάσει;

Ε.Β. Τα άτομα μας προσεγγίζουν με μια ιδέα και στη συνέχεια την βελτιώνουμε είτε μαζί τους, είτε τους αφήνουμε να πάρουν το δρόμο τους με ένα ελάχιστο πλαίσιο προτάσεων σύνταξης. Ψάχνουμε για μια πολύ περιορισμένη γκάμα ατόμων: παθιασμένοι, θιασώτες, εμπειρογνώμονες - αυτά είναι τα είδη των ανθρώπων που θέλουμε να συμμετέχουν στο πρόγραμμα. Οι άνθρωποι που μας γράφουν λέγοντας, "έχω μια εκλεκτική συλλογή δίσκων" δεν μας αφορούν. Δεν μας ενδιαφέρουν τα playlists, οι επίσημοι ραδιοφωνικοί κανόνες, η επανάληψη ή το προφανές. Θέλω να με εκπλήσσει, να με μπερδεύει και να με μορφώνει – έτσι απλά.


Kώστας Kοκκάς: Καταρχάς, θα ήθελα να σε ρωτήσω για τη εκπομπή σου στον Resonance, "Atlantic Waves". Πώς επέλεξες το συγκεκριμένο τίτλο για τη ραδιοφωνική σου εκπομπή; Atlantic είναι για τη μουσική από άλλες χώρες και το Waves (συχνότητες, ραδιοκύματα) γιατί είναι πιο κοντά με το είδος της μουσικής που προωθείς;

Miguel Santos: Η ονομασία της εκπομπής προήλθε από το φεστιβάλ που έκανα στο Λονδίνο από το 2001 έως το 2008: το Atlantic Waves Festival. Ήταν μια αναφορά και στα δύο κύματα; του ωκεανού και τα ηχητικά κύματα. Για να μεταβείτε από το Ηνωμένο Βασίλειο προς οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, θα πρέπει να φτάσετε μέσω των Ατλαντικών Κυμάτων. Έτσι, κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ο τίτλος Atlantic Waves. Και επειδή η εκπομπή προωθεί μουσική από όλο τον κόσμο, φαίνεται κατάλληλος τίτλος.

Κ.Κ. Πόσο δύσκολο είναι να βρείς, ας πούμε "καλή μουσική" από όλο τον κόσμο και την ίδια στιγμή να είναι πιο σύγχρονη, πειραματική ή avant-garde; Δίνεις ιδιαίτερη έμφαση αν είναι πειραματική ή από μια άλλη χώρα;

M.S. Για να είμαι ειλικρινής, είμαι συνηθισμένος σε αυτό, όπως κάνω για περίπου 20 χρόνια. Έτσι δημιουργείς δεσμούς με το χρόνο και, στη συνέχεια, ζώντας στο Λονδίνο, σε αυτή τη πολυπολιτισμική πόλη, τείνεις να συναντάς ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Το γεγονός ότι εγώ επίσης διοργανώνω ένα διεθνές φεστιβάλ εδώ στο Λονδίνο φαντάζομαι βοηθάει πάρα πολύ. Μερικές εκπομπές είναι πιο πειραματικές από άλλες, κάποιες φορές κάνω «ριζοσπαστικές» εκπομπές με πειραματική μουσική, και κάποιες άλλες φορές παίζω περισσότερο world music. Και αυτό το καλοκαίρι σκοπεύω να κάνω μερικές εκπομπές και για τη χορευτική μουσική. Βέβαια, δεν είναι mainstream μουσική, αλλά πραγματικά δεν το βλέπω ούτε ως πειραματική μουσική. Απλά το αποκαλούμε "εξερευνητική μουσική" (exploratory music) (ένας όρος που πρωτοάκουσα το 2000) ...

Κ.Κ. Πώς αποφασίζεις να συμμετέχεις σε είδη μουσικής που δεν είναι, σε γενικές γραμμές, πολύ δημοφιλή; Πώς αναπτύχθηκε αυτό το πάθος σε εσένα; Μήπως από τη ενασχόληση σου με την τέχνη και τη μουσική, ή και λόγω εθνικής καταγωγής;

M.S. Δεν πιστεύω ότι αφορά την εθνική προέλευση. Είναι πραγματικά αυτό με το οποίο μεγάλωσα. Πάντα είχα μια ενεργητική στάση απέναντι στην μουσική, πάντα, έψαχνα την μουσική αντί μόνο να καταναλώνω ότι μου έδιναν στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή τις εφημερίδες. Είμαι περίεργος για άλλους τρόπους δημιουργίας μουσικής, άλλους πολιτισμούς, και απολαμβάνω το να μαθαίνω από την εν λόγω ποικιλομορφία. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι τόσο πλούσιος που για μένα είναι μια τέτοια ευχαρίστηση να μαθαίνω περισσότερα για πράγματα που δεν ξέρω ...

Κ.Κ. Είναι ο Resonance ο ιδανικός σταθμός για να φιλοξενήσει μια ραδιοφωνική εκπομπή σαν τη δική σου; Το γεγονός ότι δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην μουσική από άλλες χώρες είναι πιο κοντά στον "χαρακτήρα" του Atlantic Waves; Υπάρχει κάτι που σε προσέλκυσε στο Resonance;

M.S. Ναι, ο Resonance είναι ο ιδανικός σταθμός για την εν λόγω εκπομπή. Θεωρώ τον Resonance έναν από τους καλύτερους σταθμούς στον κόσμο, λόγω της ελευθερίας του προγράμματος, και ότι μπορείτε να ακούσετε πολλά διαφορετικά πράγματα. Είναι σε μεγάλο βαθμό ένας ραδιοφωνικός σταθμός της τέχνης. Δεν κυριαρχείται από playlists που θα βρείτε στα περισσότερους εμπορικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα περισσότερα από τα προγράμματα είναι του ίδιου του παραγωγού. Γνωρίζω τον Resonance από τις πρώτες του ημέρες και πάντοτε θαύμαζα το έργο του, οπότε η έλξη ήταν αναμενόμενη. Να αναφέρω, επίσης ότι, κάνω και μια δεύτερη εκπομπή στον Resonance, που ονομάζεται "Sleeping Dogs Lie (αργά την Πέμπτη, νωρίς την Παρασκευής), αφιερωμένη στην ambient μουσική. Είναι άλλο ένα από τα πάθη μου ...


Κ.Κ. Επίσης οργανώνεις το " London International Festival of Exploratory Music ".
Είναι αυτό ένα είδος συνέχειας του Atlantic Waves Festival; Και αν δεν είναι, τι είναι διαφορετικό και συναρπαστικό στο LIFEM;

M.S. Ναι, το LIFEM συνιστά συνέχεια της προηγούμενης δουλείας μου με το Atlantic Waves festival. Ενώ το Atlantic Waves festival ήταν πολύ επικεντρωμένο γύρω από την προώθηση της πορτογαλικής μουσική και μουσικούς που αλληλεπιδρούν με τους διεθνείς ομολόγους τους, το LIFEM αποτελεί ένα καθαρά καινοτόμο διεθνές φεστιβάλ – κατά το τρέχον έτος, στο ντεμπούτο του, μπορείτε να δείτε μινιμαλιστική avant chamber pop, Inuk snow songs, ice folk και throat singing από τον Καναδά και τους Εσκιμώους της Γροιλανδίας, παλαιές και νέες διασκευές παγκόσμιας μουσικής από τον συγκινητικό κόσμο της μουσικής της Ιρλανδίας, της Τουρκίας, του Ιράκ και της Κίνας, τους νεότερους εξωτικούς Λατινικό-electro ήχους από τη Βραζιλία, Γίντις, Σεφαραδίτικες, παλιά Klezmer και περισσότερο από το Ισραήλ, τη Σερβία και την Πολωνία, και εξαίσια οργανική electronica από την Ιαπωνία. Το Φεστιβάλ έχει επίσης πέντε αστέρων οπτικοακουστικά προγράμματα, όλα πρεμιέρες στο Ηνωμένο Βασίλειο, με βραβευμένους καλλιτέχνες. Από τη μουσική πλευρά, το ήμισυ των συναυλιών είναι κατά πολύ πρεμιέρες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το LIFEM είναι μια γιορτή της εμπνευσμένης και των οριακά-επεκτεινόμενων μουσικών εξερευνήσεων - σίγουρα δεν πρόκειται για παραδοσιακή τζαζ ή παγκόσμιο μουσικό φεστιβάλ. Το LIFEM σας εκπλήσσει, σας ενθουσιάζει, μαθαίνετε για τη μουσική που δεν έχετε δει και ακούσει πριν ή δεν είχατε πολλές ευκαιρίες να δείτε ζωντανά.


Κ.Κ. Απ 'όσο γνωρίζω είσαι από την Πορτογαλία. Πιστεύετε ότι σε σύγκριση με άλλες περιοχές στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Λονδίνο είναι το ιδανικό μέρος για έναν ξένο να ζει και να λαμβάνει μέρος στη βιομηχανία των τεχνών; Οι πολίτες του Λονδίνου είναι δεκτικοί των εκδηλώσεων που οργανώνετε για την παγκόσμια μουσική;

M.S. Ναι, γεννήθηκα στην Πορτογαλία, αλλά ζω στο Λονδίνο τα τελευταία 12 χρόνια. Το Λονδίνο, όπως προανέφερα, είναι σε μεγάλο βαθμό μια πολυπολιτισμική μητρόπολη και αυτό είναι ακριβώς ένας από τους λόγους που με ελκύει , συν την εκπληκτική προσφορά σχετικά με την μουσική, τον χορό, τις τέχνες, κλπ. Μόνο από την άποψη των συναυλιών, έχει κατά μέσο όρο 700 συναυλίες ανά εβδομάδα, στο Λονδίνο και μόνο. Υπάρχουν λίγες πόλεις στον κόσμο που έχουν τόσο μεγάλη και διαφορετική πολιτιστική προσφορά. Σχετικά με τους πολίτες του Λονδίνου, εγώ το βλέπω περισσότερο ως το σύνολο των διεθνών κοινοτήτων που ζουν στο Λονδίνο. Οπότε, από τη φύση τους ενδιαφέρονται για την παγκόσμια μουσική και τις εκδηλώσεις που οργανώνω και διαχειρίζομαι.


Κ.Κ. Ποιος είναι ο ήχος του Λονδίνου; Είναι ο αστικός, ο πολυεθνικός, πειραματικός ήχος, η σιωπή, ή κάτι άλλο;

M.S. Ενδιαφέρουσα ερώτηση ... όπως κάθε πόλη έτσι και το Λονδίνο έχει το δικό της χρώμα, φως, οσμή, ήχο ... μία από τις συνηθισμένες καταστάσεις θα βρεις και στο Λονδίνο όταν περπατάς στο δρόμο ή ταξιδεύεις με το λεωφορείο, μπορείς να ακούσεις όλες τις γλώσσες και σε όλα τα είδη προφορών. Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Αυτό είναι μέρος του ήχου της πόλης. Μετά έχετε και τα άλλα είδη, τους αστικούς ήχους όπως και ήσυχα μέρη με σιωπή, όπως τα πολλά υφιστάμενα πάρκα στο Λονδίνο. Ένας άλλος κοινός ήχος στο Λονδίνο, θα γελάσετε σχετικά με αυτό, είναι ο ήχος της βροχής. Και ένας άλλος ήχος που μου αρέσει αρκετά είναι ο ήχος των κυμάτων του Τάμεση στις ακτές. Και τους ειδικούς ήχους που μπορείς να βρεις στις όχθες του ποταμού, στα κανάλια κάνοντας βόλτες ...


8. Το τελευταίο αποτέλεσμα των Ευρωπαϊκών εκλογών έδειξε μια τάση προς συντηρητικά και κεντροδεξιά πολιτικά κόμματα. Πιστεύετε ότι αυτό μπορεί να έχει συνέπειες στην παγκόσμια μουσική, την στάση έναντι μεταναστών και των τεχνών συνολικά;

Ναι, μπορεί να έχει και είναι αρκετά επικίνδυνο, καθώς τα παραδοσιακά κόμματα και τα κόμματα της συντηρητικής δεξιάς κόμματα είναι λιγότερο ευνοϊκά για πολιτιστικές εκδηλώσεις, από ό, τι είναι οι αριστερές παρατάξεις. Αλλά θα πω ότι δεν πολύ ενδιαφέρομαι για την πολιτική. Στην πραγματικότητα μισώ την πολιτική και τους πολιτικούς, καθώς ποτέ δεν λένε την αλήθεια, ποτέ δεν λένε τι πιστεύουν. Νομίζω ότι η καλύτερη λύση για μια καλύτερη κοινωνία βρίσκεται στον πολιτισμό και όχι στην πολιτική - ο πολιτισμός συμβάλλει στο να κατανοείς τους διαφορετικούς ανθρώπους και τους πολιτισμούς τους, ενώνουν τους ανθρώπους από διαφορετικούς χώρους, ενώ η πολιτική μόνο κάνει τους ανθρώπους να μισούν ο ένας τον άλλο, πόσο μάλλον όταν τα ενδιαφέροντα της πολιτικής και των πολιτικών είναι συχνά περισσότερο οικονομικά παρά κοινωνικά ή πολιτιστικά.

Ως ένας άνθρωπος που έχει χαρακτηριστεί πολλές φορές «αντιραδιοφωνικός», λόγω των μουσικών μου προτιμήσεων και άλλων πεποιθήσεων, νιώθω ότι τα ανωτέρα λόγια θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν πολλούς στο σχεδιασμό ενός ραδιοφωνικού σταθμού, ειδικά τώρα που ανθίζει το web radio. Και αυτό γιατί ένας ραδιοφωνικός σταθμός χρειάζεται περισσότερο ανθρώπους που έχουν πάθος για κάτι, και όχι να διαφημίζει μαγαζιά που λειτουργούν στο κέντρο της αγοράς. Ίσως έτσι να μειωθεί και αυτή η κακόγουστη ραδιοφωνική ουτοπία.

Για να διαβάσετε το άρθρο όπως δημοσιευτηκε πατήστε εδώ- Τεύχος 11ο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου