Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

ΠΟΛΙΤΕΣ ΜΙΑΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η παγκοσμιοποίηση για τους περισσότερους είναι συνδεδεμένη με το ελεύθερο εμπόριο, τις ελεύθερες και γρήγορες συναλλαγές, την μετάδοση της πληροφορίας. Σπάνια κάποιος αναφέρεται στην παγκοσμιοποίηση της αρχιτεκτονικής. Ή τελικά μήπως ένας τέτοιος όρος είναι αυθαίρετος;
Ιστορικά από την εποχή της Αναγέννησης και του Μεσαίωνα πάντα υπήρχε μια τάση ανάμεσα στα διαφορετικά κράτη, διαφοροποίησης σχετικά με την αρχιτεκτονική των κτιρίων. Αρκετά από τα κτίρια αυτά, ειδικά στην Κεντρική Ευρώπη, υπάρχουν ακόμα, και χρησιμοποιούνται ως αξιοθέατα, για την προώθηση του τουρισμού. Αυτά τα κτίρια αναδεικνύουν την ιστορία ενός τόπου, την διαφορετικότητα και την ταυτότητα του, αλλά και των κατοίκων του.
Αργότερα έφτασε η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης - εποχή της κυριαρχίας του μετα-καπιταλισμού. Για να στεγαστούν οι νέες μονάδες παραγωγής δημιουργούνται βιομηχανικά κτίρια. Ο σχεδιασμός δίνει τη θέση του στην σκοπιμότητα και τη συμβατότητα των κτιρίων για τους σκοπούς της βιομηχανικής παραγωγής. Βιομηχανικές εγκαταστάσεις που διατηρούνται μέχρι σήμερα που υπενθυμίζουν ακόμα αυτή τη περίοδο, που έθεσε τις βάσεις του καπιταλισμού.
Ακολουθεί τον 20ο αιώνα η συσσωρευμένη αποκέντρωση. Νέα σχέδια κατοικιών δημιουργούνται με στόχο την εξοικονόμηση του χώρου στις πόλεις, και γίνεται η πρώτη εμφάνιση των πολυκατοικιών. Οι πόλεις δεν αποτελούνται από έναν χώρο, αλλά από περιοχές που σε προηγμένες καπιταλιστικές χώρες παίρνουν τη μορφή διαχωρισμού των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων. Η εποχή της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής έφτασε.
Με την εδραίωση της παγκοσμίως η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική είναι η συνηθισμένη αρχιτεκτονική, των καθημερινών κτιρίων, χωρίς κάποια εξέλιξη ή πρωτοτυπία στο μοντέρνο σχεδιασμό της αρχιτεκτονικής των πόλεων. Για την εδραίωση της, μεγάλες περιοχές πόλεων κατεδαφίζονται και αντικαθίστανται από κτίρια αστικής ανακαίνισης, που κατασκευάζονται με τον τρόπο που θέλει ο εργολάβος και όχι ο αρχιτέκτονας. Η διαφοροποίηση των πόλεων εξαφανίζεται και τα μεγάλα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα σπανίζουν. Ακόμα και αν ένα κτίριο εμφανίζεται διαφορετικό παρουσιάζεται στα αναπτυγμένα κράτη και πιο πολύ χρησιμοποιείται για να αναδείξει την οικονομική ανάπτυξη ενός κράτους. Τα παραδείγματα παγκοσμιοποίησης βρίσκονται παντού και το shopping κυριαρχεί.
Η εξέλιξη των πόλεων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης μόνο ενός επιστημονικού πεδίου, και γι’ αυτό εκτός από την αρχιτεκτονική έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και από άλλες επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία, η οικονομία και η ανθρωπολογία. Όμως η εύρεση των διακριτών χαρακτηριστικών των πόλεων μπορεί να γίνει μέσω της μελέτης του ήχου, της φιλοσοφίας, της τέχνης, και των εικαστικών τεχνών, όπου ερευνώνται τα χαρακτηριστικά των πόλεων σήμερα. Βέβαια χρησιμοποιώντας ένα από αυτά τα πεδία αυτό δεν θα μπορούσε να αποδοθεί με όρους αρχιτεκτονικής και δόμησης. Όμως προσφέρουν περισσότερη στην κατανόηση της ανάπτυξης των πόλεων. Και αυτό γιατί παρά την παγκόσμια ομοιομορφία των πόλεων πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν μέσα από τα έργα τους να αναδείξουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πόλεων, την ιστορικότητα, την παράδοση και τον πολιτισμό τους, αλλά και πως τα κτίρια εκτός από χώρο κατοίκησης μπορούν να γίνουν μέρος του ίδιου του καλλιτεχνικού έργου.

Η αναπαράσταση της πόλης και ο ήχος που αποτυπώνεται στο παρελθόν της

Πολλοί καλλιτέχνες ενδιαφέρθηκαν να μελετήσουν την ταυτότητα και ιστορία των πόλεων, και πως αυτή έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα Ένας από αυτούς είναι ο David Kristian, ο οποίος στο album του Ghost Storeys, που κυκλοφόρησε το 2005, ισχυρίστηκε ότι το ζήτημα της ταυτότητας των κατοίκων μιας πόλης και τα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία παρίστανται από τα κτίρια της. Ο David Kristian βασίστηκε στην υπόθεση ότι στο εσωτερικό πολλών σπιτιών υπάρχουν φαντάσματα εξηγώντας ότι δεν εννοεί φαντάσματα τα οποία στους περισσότερους θα παρέμπεπαν σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας ή τρόμου. Αντιθέτως, με αυτήν την έννοια σχολιάζει την δημοκρατικότητα του χώρου, λέγοντας ότι τα φαντάσματα υπάρχουν με σκοπό να εξερευνήσουν την ιστορία και τον χώρο, τον πολιτισμό, τη προσωπική και κοινωνική ταυτότητα των κατοίκων μιας πόλης.
Το διάστημα που εργαζόταν στο συγκεκριμένο album τοποθέτησε μικρόφωνα σε κτίρια όπου άνθρωποι ζήσαν με ένταση, φόβο, μοναξιά και αβεβαιότητα. Τα φαντάσματα αυτών των ανθρώπων αποτελούν απεικονίσεις και αντικατοπτρισμοί των άϋλων επιθυμιών του ανθρώπου πέρα από το κυνήγι της απόκτησης υλικών αντικειμένων, όπως υπάρχει σήμερα στον καπιταλισμό. Η σημερινή δόμηση των πόλεων στα καπιταλιστικά κράτη, όπως κυρίως εκφράζεται από την κατασκευή κτιρίων, αφαιρεί τη ταυτότητα των ανθρώπων, και τα φαντάσματα εμφανίζονται ως οι υπάρξεις που αναζητούν τη χαμένη και πραγματική τους ταυτότητα. Πιο συγκεκριμένα ο David Kristian λέει ότι, όπως και τα φαντάσματα που προσπαθεί να ανακαλύψει, ζούμε στην αναζήτηση της “…απόλαυσης και του μαρτυρίου, όπως πλοηγούμαστε στην αστάθεια του χρόνου, του χώρου, και χάνουμε τα παραστήματα μας, το νόημα μας…στην απώλεια της πραγματικής μας ταυτότητας”.

Πολλοί καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται στην «τέχνη του ήχου» (sound art) καταφέρνουν να συνδυάσουν την πόλη με τον ήχο, και μια έννοια γύρω από το πλαίσιο των χαρακτηριστικών, της ευρύτητας και ποικιλομορφίας μιας πόλης. Όμως σε αντίθεση με τον David Kristian, δεν ασχολήθηκαν με ζητήματα ταυτότητας, αλλά με κατασκευές κτιρίων που εξυπηρετούσαν συγκεκριμένους σκοπούς προσάρμοσενα στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός απασχόλησε τον Steve Roden, ο οποίος ηχογράφησε το album του Airforms το 2005, άμεσα επηρεασμένος από τoν αρχιτέκτονα Wallace Neff , ο οποίος κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε δημουργήσει ένα ιδιαίτερο τύπο σπιτιού, φτιαγμένο από σκληρή ελαστική ύλη καλυμμένο από ένα στρώμα τσιμέντου. Ονομάστηκε airform house (όπως επίσης ballon, rubber … και bra house) και σκοπός αυτού του είδους της κατασκευής ήταν αρχικά το χαμηλό του κόστος του, ώστε να μπορέσουν να διαμείνουν πολλοί άνθρωποι μετά τη καταστροφή του πολέμου, καθώς και η δυνατότητα να επαναχρησιμοποιηθεί και μετακινηθεί με μεγάλη ευκολία αφού αφαιρεθεί ο αέρας που περιέχεται μέσα στο “μπαλόνι”.
Ο Steve Roden ήθελε να αγοράσει ένα τέτοιο σπίτι, πρώτα όμως κυκλοφόρησε το album Airforms που ηχογράφησε μέσα σε ένα απο τα λίγα τέτοια σπίτια στην Αμερική χρησιμοποιώντας ένα organ pipe (κυλινδρικό όργανο που χρησιμοποιείται σε καθολικές εκκλησίες) και μαγνητοφώνησε τους ήχους που αναπαράγονται από το περιβάλλον ενός τέτοιου σπιτιού. Στόχος του ήταν να καταγράψει και να αναδείξει την διαφορετικότητα των ήχων σε μια τόσο σημαντική περίοδο της ιστορίας, και πως οι ήχοι διαμορφώνονται με την πάροδο των χρόνων.

Ο ήχος των κτιρίων των πόλεων είχε απασχολήσει τον Steve Roden και στο παρελθόν και το 2001 κυκλοφόρησε το album του Schindler House, ηχογραφημένο σε ένα κτίριο που κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Rudolf M. Schindler στο Λος Αντζελες (κατά το όνομα του κατασκευαστή “Schindler House”). Πρόκειται για ένα πολύ μοντέρνο κτίριο για τα πρότυπα της εποχής, όχι γιατί είχε κάτι παραπάνω από τα υπόλοιπα συνηθισμένα κτίρια, αλλά περισσότερο γι’ αυτά που δεν είχε. Συγκεκριμένα δεν είχε σαλόνι, τραπεζαρία, ή άλλα δωμάτια. Αποτελούνταν από έναν ενιαίο χώρο στον οποίο, σύμφωνα με τον κατασκευαστή του θα κατοικούσαν δυο νεαρά ζευγάρια ως ένας χώρος διαμονής, αλλά και εργασίας τους. Όσο περίεργη και αν ακούγεται μια τέτοια κατασκευή, υπήρξε μεγάλη επιρροή για κατοικίες που χτίστηκαν στις πιο πλούσιες πολιτείες της Αμερικής, και κυρίως στη Καλιφόρνια.
Ο Steve Roden όμως δεν ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε ηχητικά για το συγκεκριμένο σπίτι. Αντίθετα, από το 1920 μέχρι το 1950 υπήρξε καλλιτεχνικός μαγνήτης για πολλούς καλλιτέχνες και δραστηριότητες, και για μεγάλα διαστήματα το κατοικούσε ο συνθέτης John Cage, όπου και ερευνούσε τους ήχους της συγκεκριμένης κατασκευής. Κάτι παρόμοιο έκανε και ο Steve Roden. Κατά τη διαμονή του ηχογράφησε ήχους από το εσωτερικό και την αυλή του, όπως αεροπλάνα που περνούσαν από επάνω, τριξίματα από τα παράθυρα κ.α τα οποία χρησιμοποίησε στο Airforms, καθώς επίσης και σε ένα άπο τα κομμάτια του album να έδωσε μια δική του εκτέλεση του 4:33 του John Cage.

Εικαστική και ηχητική αναπαράσταση. Αντίθεση ή συγχώνευση;

Πέρα όμως από τους μουσικούς, ήταν και οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες που με τα έργα τους προκάλεσαν καλλιτεχνικές τάσεις και δημιουργίες. Ο Le Corbusier-ο οποίος πολλές φορές αναφέρεται και ως φιλόσοφος της πόλης-ήταν θερμός υποστηρικτής της ιδέας οτι οι πόλεις πρέπει να δομούνται με βάση τις κοινωνικές δομές τους. Όταν όμως τη δεκαετία του 1930 υπέβαλλε τις προτάσεις του για την ανάπλαση του Rio de Janeiro μάλλον δεν φανταζόταν ποτέ ότι ο προτεινόμενος σχεδιασμός του θα αποτελούσε και αιτία διαμάχης ιδεών γύρω από αυτό που ονομάστηκε concrete poetry. Αυτή η διαμάχη έλαβε μεγαλύτερη έκφραση στην ανάπτυξη δυο αντίθετων ρευμάτων, μεταξύ του Σουηδού εικαστικού καλλιτέχνη Öyvind Fahlström, οι απόψεις του οποίου εκφράστηκαν μέσω του έργου του “Manifesto for Concrete Poetry” και των Noigandres poets - ομάδα Βραζιλιάνων ποιητών.

Οι τελευταίοι πίστευαν ότι αυτό που ονομάζεται concrete poetry, πέρα από μια μορφή ιδιαίτερης τυπογραφίας, μέσω των ιδιαίτερων νοημάτων που λαμβάνουν και μεταδίδουν οι σχηματισμοί των γραμμάτων και των λέξεων, θα έπρεπε να αναπτυχθεί σαν κομμάτι ενός αστικού σχεδιασμού, και θα περιλαμβανόνταν σε ενα γενικότερο πλαίσιο οικοδόμησης μιας πόλης. Δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην αισθητική διαμόρφωση της πόλης ώστε να αποτυπωθούν πολλά από τα ιστορικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της πόλης επεδίωξαν τη προβολή της ταυτότητα της και ταυτόχρονα να δώσουν περιεχόμενο στη πόλη μέσω των τυπογραφιών που θα τη συνόδευαν. Αντιθέτως, ο Fahlström πίστευε ότι οι λέξεις είναι αυτές που έχουν νόημα και όχι η αρχιτεκτονική. Μέσω της αναπαραγωγής του ήχου από τις λέξεις μπορούν να σχηματιστούν έννοιες όπως ο χρόνος, η άβυσσος, ο θάνατος, και η επαναληπτική τους δομή στη ποίηση βοηθά και παροτρύνει τον ίδιο τον αναγνώστη να δημιουργήσει τις δικές του έννοιες, κατά αναλογία με την αρχιτεκτονική των κτιρίων. Για παράδειγμα θεωρούσε ότι η σιωπή που υπάρχει στα ποιήματα δημιουργεί ακουστικά διαστήματα, όπου η ηχώ των προηγούμενων λέξεων αντηχούν όπως στην ακουστική ενός εγκατελειμμένου σπιτιού.

Η διαφορά λοιπόν αυτών των δυο ρευμάτων εγκείται με ποιά θεματικοποίηση αντιμετώπιζαν την αρχιτεκτονική. Τα μέλη του Noigandres poets ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη δομή και κατασκευή των κτιρίων: θα αποτελούσαν μέσο για την μετάδοση των έργων τους - μια οπτική αναπαράσταση. Αντίθετα, ο Fahlström ενδιαφερόταν εκτός από το κτίριο σαν κατασκευή, και θεωρούσε ότι ήταν μέρος ενος συστήματος το οποίο όμως γίνεται και όργανο και αναπαράγει ήχους, κατασκευάζει λέξεις και έννοιες, και μέσω των ίδιων των λέξεων καταλήγει στο να μεταδίδει εμπειρίες όπου το άτομο αποτελεί ζωτικός οργανισμός του κτιρίου, και συνολικά του τόπου όπου κατοικεί.

Ο ήχος είχε σημαντική επιρροή στον Le Corbusier. Το 1956 όταν είχε προσκληθεί από την εταιρία ηλεκτρικών συσκευών Philips, να σχεδιάσει ένα ειδικό κτίριο όπου θα στέγαζονταν η διεθνή έκθεση των Βρυξελλών που πραγματοποιήθηκε το 1958. Ο τελευταίος συνέλαβε την ιδέα με τον συνδυασμό τεχνολογίας και τέχνης όχι απλά χτίζοντας ένα κτίριο, αλλά ως ένα περιβάλλον από ήχο, χρώμα, και δομή, με σκοπό να αντανακλάται ο δημιουργικός ρόλος που μπορούν να παίξουν ο ηλεκτρισμός και οι άλλες σχετικές επιστήμες στη σύγχρονη κοινωνία. Για αυτό συνεργάστηκε με τον Ξενάκη, ο οποίος δημιούργησε μαθηματικά μοντέλα για την κατασκευή του κτιρίου, και προσκάλεσε τον Edgard Varèse να δημιουργήσει τη μουσική σε μορφή μαγνητοφωνημένης ταινίας, αφήνοντας τον συνθέτη απολύτως ελεύθερο να προσεγγίσει τον κόσμο των ήχων με οποιοδήποτε τρόπο επέλεγε. Το απότελεσμα αυτής της σύνθεσης ήταν το πασίγνωστο έως σήμερα Poème èlectronique.

Ζώντας στον σύγχρονο αστικό χώρο

Στις σύγχρονες πόλεις οι αναζητήσεις της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση εμφανίζονται κυρίως στη διάδοση νέων τεχνολογιών το οποίο αποτυπώνεται και στους ήχους των πόλεων, και γενικότερα στο χώρο τους. Είναι πολλοί οι καλλιτέχνες και μεγάλο μέρος αυτών αποτελούν μουσικοί, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η μεταμόρφωση των πόλεων σε μητροπόλεις έχει ως συνέπεια την σμίκρυνση του χώρου μέσα στις πόλεις. Αυτό συνακόλουθα οδηγεί και στη μείωση των ήχων που αναπαράγονται σε αυτές και ο κυρίαρχος είναι ο ψηφιακός. Ένθερμος υποστηρικτής αυτής της άποψης είναι και ο sound artist Paul Virilio, λέγοντας ότι ο χώρος στις πόλεις αποτυπώνεται πλέον στον χρόνο και συγκεκριμένα στη σχεση χώρου και χρόνου. Και πιο χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η αναπαράσταση των πόλεων δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην απεικόνιση πυλών όπως εμφανιζόταν τα παλαιότερα χρόνια στη σχεδίαση κτιρίων, αλλά στην κυριαρχία της τηλεματικής. Και αυτό γιατί με την τηλεματική οι πόρτες ανοίγουν αυτόματα ανάμεσα στο χρόνο μιας κίνησης και τη δημιουργία μιας παράλληλης κίνησης που προέρχεται από τον αυτοματισμό. O χώρος σχετίζεται με τον χρόνο, κάτι άϋλο, και οι κινήσεις από ψηφιακούς ήχους.

Το 1956 ο γάλλος θεωρητικός Γκυ Ντεμπόρ παρουσίασε μια νέα ορολογία-το derive, με βάση το οποίο πρότεινε στους κατοίκους να αναθεωρήσουν τον τρόπο με τον οποίο κινούνται και αντιμετωπίζουν τον αστικό χωρο όπου πραγματοποιούν την καθημερινή τους ρουτίνα. Αντιπρότεινε να δημιουργήσουν έναν φαντασιακό χώρο, σε αντίθεση με τον πραγματικό που βιώνουν. Αντί να κάνουν αυτοματοποιημένα την ίδια διαδρομή και χωρίς ενδιαφέρον για τον χώρο στον οποίο κινούνται, μπορούν να ακολουθήσουν τα συναισθήματα τους και να αντιμετωπίσουν την πόλη με διαφορετικό τρόπο. Έτσι θα ανακαλύψουν το δικό τους περιβάλλον και τελικά θα αντιληφθούν τον χώρο όπου ζουν και κυρίως την ύπαρξη τους μέσα στον χώρο, με έναν τρόπο που θα δημιουργηθεί μια κοινότητα ανθρωπίνων σχέσεων. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να εκλαμβάνονται οι ήχοι των πόλεων ως κάτι ανάλογο με αυτό που βρίσκουμε στο “chance music” του John Cage, όπου κάθε κάτοικος είναι ο συνθέτης που χρησιμοποιεί τις καθημερινές εικόνες της πόλης και έχει βαθιά γνώση της πόλης και της ταυτότητας της.

Σε σχέση με την έννοια του dèrive η δημιουργία μιας φαντασιακής πόλης αναπαραστάσεων και συμβόλων ήταν το επιχείρημα του Akio Suzuki στο έργο του Otodate (μτφ. Ηχητικό Μέρος) το οποίο παρουσιάσε σε ένα φεστιβάλ του Βερολίνου το 1996. Αυτό που έκανε ήταν να περπατήσει στη πόλη. Όπου θεωρούσε ότι εντόπισε ένα ενδιαφέρον ήχο ζωγράφιζε ένα κύκλο με δύο αυτιά. Με βάση τα σημεία όπου βρίσκονταν αργότερα τα σημάδεψε σε έναν χάρτη του Βερολίνου με σκοπό να δημιουργήσει έναν χώρο όπου η φαντασιακή πόλη συναντά την πραγματική για να δομήσουν έτσι την πιο στενή, πιο προσωπική σχέση του ατόμου με το χώρο.

Έννοιες όπως πολίτης, κάτοικος, πόλη, αστικός χώρος ίσως πρέπει να μελετηθούν πιο προσεκτικά, και να οριοθετηθεί ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται αυτές οι έννοιες. Ίσως η έννοια ενός ανθρώπου που ζει σε μια πόλη να μην πρέπει πλέον να αποδίδεται με την ίδια ορολογία, αλλά να συνοδεύεται με την ιδιότητα του σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ζει στην πόλη. Μερικές από αυτές τις έννοιες περιλαμβάνει τους μετανάστες που είναι ξένοι σε έναν ξένο τόπο, τους καταναλωτές όπου η πόλη είναι ο χώρος ικανοποίησης των υλικών τους αναγκών, τους θεατές που η πόλη αποτελεί τη ρουτίνα των καθημερινών τους παραστάσεων, και τους πολίτες μιας συνηθισμένης πόλης. Όμως οι τελευταίοι αντιλαμβάνονται πραγματικά τη παρουσία τους μέσα στον χώρο, και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πόλης. Και κάθε πόλη είναι συνηθισμένη, με την έννοια ότι έχει τη δική της ιστορία, ιδιαιτερότητα, ανάπτυξη. Και αυτά πρέπει να ερευνηθούν για να ανακαλυφτεί και να κατανοηθεί πραγματικά, πέρα από την ομοιόμορφη ανάπτυξη τους όπως αναπαράγεται σήμερα λόγω της παγκοσμιοποίησης της άναρχης δόμησης των πόλεων.

Για να διαβασετε το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στο monkie πατήστε εδώ - Τεύχος 8ο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου